Στις 8 Σεπτεμβρίου 1962 σε αγροτικό συλλαλητήριο καπνοπαραγωγών στην γέφυρα της Ε.Ο. Αγρινίου-Αμφιλοχίας στην θέση “Χάνι Σφήνας” Αιτωλοακαρνανίας, πέφτει νεκρός απo τις σφαίρες της χωροφυλακής ο αγρότης-διαδηλωτής Δημήτρης Βλάχος.
…«Τέτοιες μέρες του 1962, ζέστη πολύ, κοιμόμασταν στρωματσάδα στην μπροστινή αυλή απ’ το σπίτι του παππού στα προσφυγικά του Αγρινίου· είχαμε ανέβει για Σαββατοκύριακο. Αργά τη νύχτα ξύπνησα από θόρυβο φορτηγών που πέρναγαν απ’ έξω μουγκρίζοντας στον ήσυχο δρόμο που έβγαινε απ’ την πόλη· τα φώτα τους φώτιζαν καθισμένους στις καρότσες άνδρες με στρατιωτικές στολές και όπλα ανάμεσα στα πόδια. Τά ‘χασα -ήμουνα δεν ήμουν εξ χρονών- “ωχ Παναγιά μου! στέλνουνε στρατό, κακό θα γίνει!” μαλλιοτραβιόταν σιγανά η γιαγιά η Πολυξένη. Γινότανε ‘κείνες τις μέρες αναταραχή, ήταν συνοφρυωμένοι οι μεγάλοι, συλλαλητήριο καπνοπαραγωγών λέγανε, για την απούλητη περσινή σοδειά, κλείσανε τη γέφυρα στη Σφήνα. Το πρωί βούϊξε ο τόπος: “πάει, το σκότωσαν το παληκάρι!” Μαυροφόρεσε η Λεπενού, κόσμος πολύς, λαός να προσκυνήσει τη σωρό του στον Αη Γιώργη, “..του Μήτσου Βλάχου το κορμί, σκιάχτρο μαζί κι ελπίδα, ν’ αναθυμιέται η αγροτιά πως το ψωμί κερδιέται…
Σε λίγες μέρες θ’ άρχιζα σχολείο αλλά είχα κιόλας διδαχθεί απροσδόκητα το πρώτο μάθημα», σημειώνει σε ανάρτησή του ο Αγρινιώτης ζωγράφος Χρήστος Μποκόρος.
Ποιος ήταν ο Μήτσος Βλάχος
Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Η χώρα μας από το καλοκαίρι του 1961 ήταν το πρώτο συνδεδεμένο κράτος-μέλος της 6μελούς τότε ΕΟΚ, ενώ από τον Ιούλιο του 1962 είχαν ξεκινήσει να παρέχονται για πρώτη φορά στο ελληνικό κράτος και οι συντάξεις γήρατος των αγροτών.
Ωστόσο οι θετικές αυτές εξελίξεις δεν είχαν επηρεάσει ακόμη αποφασιστικά την καθημερινότητα των κατοίκων της υπαίθρου. Σύμφωνα μάλιστα με τα επίσημα στοιχεία, το κατά κεφαλήν εισόδημα των αγροτοκτηνοτρόφων της περιοχής μας, του συνόλου δηλαδή των κατοίκων της, δεν υπερέβαινε, κατά μέσο όρο, τα 250 δολλάρια τον χρόνο. Στην πραγματικότητα όμως οι περισσότεροι δεν πλησιάζουν καν αυτό το ποσόν και ζουν με ψίχουλα. Επίσης στον τομέα της διάθεσης των καπνών, που μας ενδιαφέρει ειδικότερα στην προκειμένη περίπτωση, η κατάσταση, παρά τη βελτίωση που σημειώθηκε σε σχέση με το παρελθόν, δεν είναι ακόμη καθόλου ικανοποιητική: τα καπνά δεν διατίθενται στην αγορά αμέσως με την συγκομιδή τους, όπως φαίνεται αυτονόητο σήμερα, αλλά πολλούς μήνες μετά, ακόμη και έναν ολόκληρο χρόνο ή και παραπάνω. Έτσι, η σοδειά του 1961 παρέμενε στις αποθήκες των παραγωγών, τη στιγμή που είχε ολοκληρωθεί και η συγκομιδή του 1962. Μάλιστα, παρά τη χρηματοδότηση της κυβέρνησης προς τους καπνεμπόρους, ύψους 30 εκ. τότε δραχμών, με σκοπό την αγορά των καπνών σε αυξημένη τιμή, οι τελευταίοι αυτοί κωλυσιεργούν, αφήνοντας τον χρόνο να κυλά σε βάρος των καλλιεργητών, με σκοπό να αγοράσουν όσο γινόταν φθηνότερα.
Οι συνθήκες εκμετάλλευσης των αγροτών, τις οποίες επέτεινε το γενικότερο χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και η απουσία οργανωμένου και ευρείας αποδοχής συνδικαλιστικού κινήματος, ήταν κάτι παραπάνω από εμφανείς. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις πιεστικές ανάγκες διαβίωσης έκανε το ποτήρι της οργής να ξεχειλίσει για τους αγρότες.
Μέσα στις συνθήκες αυτές ζούσε στη Λεπενού και ο νεαρός Μήτσος Βλάχος, 24 ετών το 1962. Παιδί πολύτεκνης οικογένειας, ένα από τα 6 των αγροτοκτηνοτρόφων, φτωχών και τίμιων βιοπαλαιστών Κωσταντίνου και Γεωργίας Βλάχου, ο Μήτσος, όπως τον αποκαλούσαν όλοι, είχε πρόσφατα ολοκληρώσει τη μεγάλη στρατιωτική θητεία της εποχής και ήταν λογικό, στην ηλικία αυτή να κάνει σχέδια για τη ζωή που φαινόταν να είναι μπροστά του: δουλειά, οικογένεια, προκοπή. Όσοι τον γνώρισαν, μιλούν για έναν ζωηρό και δυναμικό νέο, που δεν έβαζε εύκολα νερό στο κρασί του.
Η οργάνωση του αγροτικού συλλαλητηρίου, το Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου του 1962, διέκοψε τη δύσκολη καθημερινότητα του νεαρού Μήτσου Βλάχου, όπως και των άλλων κατοίκων της Λεπενούς και των γύρω χωριών. Από νωρίς το πρωί οι αγρότες αποκλείουν, στήνοντας και οδοφράγματα, την εθνική οδό στο σημείο που βρισκόμαστε τώρα εμείς και διαδηλώνουν το αίτημά τους για διάθεση της παραγωγής τους σε αξιοπρεπείς τιμές. Το ίδιο κάνουν και οι Ξηρομερίτες αγρότες στο «Σαμάρι». Γρήγορα φτάνουν στα σημεία δυνάμεις της τότε χωροφυλακής που παρακολουθούν, αρχικά, τις κινήσεις των διαδηλωτών.
Στο «Σαμάρι» οι 3000 περίπου διαδηλωτές, που άλλες μαρτυρίες τούς ανεβάζουν στις 4500, δεν αποτελούν εύκολο στόχο για την Χωροφυλακή, που απλώς παρακολουθεί μέχρι τις 5 το απόγευμα, οπότε και οι συγκεντρωμένοι διαλύονται ειρηνικά.
Εδώ όμως δεν συνέβη το ίδιο: οι λιγότεροι αριθμητικά -γύρω στους 500- διαδηλωτές διατάσσονται το μεσημέρι από τη Χωροφυλακή να εκκενώσουν το οδόστρωμα και να διαλυθούν. Οι διαδηλωτές δεν πειθαρχούν και οι χωροφύλακες τους επιτίθενται με τα γκλομπ. Στην επίθεση αυτήν οι αγρότες απαντούν με πέτρες, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια εκρηκτική κατάσταση, που εγκυμονούσε μεγάλους κινδύνους.
Η μαχητικότητα του Μήτσου Βλάχου στη σύγκρουση αυτήν ξεχώρισε ιδιαίτερα. Το νεαρό παλικάρι πρωτοστατεί στον αγώνα και μοιραία στοχοποιείται. Το αποτέλεσμα ήταν, γύρω στις 1:30 το μεσημέρι, η σφαίρα ενός χωροφύλακα να τραυματίσει θανάσιμα στο κεφάλι τον αγωνιζόμενο αγρότη Μήτσο Βλάχο, ο οποίος έπεσε στο έδαφος, πάνω στο άνθος της νιότης του, στα 24 χρόνια του. Αμέσως το παλικάρι μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Αγρινίου, όπου όμως απλώς διαπιστώθηκε ο θάνατός του. Την επόμενη μέρα, Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 1962, οι συντετριμμένοι συγγενείς και χιλιάδες κάτοικοι της περιοχής, αφού παρακολούθησαν την κηδεία στον ιερό ναό Αγίου Γεωργίου Λεπενούς, συνόδευσαν τον ήρωα Μήτσο Βλάχο στην τελευταία του κατοικία στο κοιμητήριο της γης που τον γέννησε.
Εκτός από τον θάνατο του Μήτσου Βλάχου, στα αιματηρά εκείνα γεγονότα υπήρξαν και τραυματισμοί δεκάδων άλλων αγροτών αλλά και χωροφυλάκων.
Ο επίλογος των συλλαλητηρίων γράφτηκε στην αίθουσα του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου, όπου εκδικάστηκε, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, η υπόθεση των 18 αγροτών που συνελήφθησαν για τα επεισόδια της 8ης Σεπτεμβρίου, με την καταδίκη τελικά μόνον 5 από αυτούς σε μικρές ποινές και την πλήρη αθώωση όλων των υπολοίπων, προς ικανοποίηση του κοινού περί δικαίου αισθήματος του πολυπληθούς ακροατηρίου που κατέκλυσε τη δικαστική αίθουσα αλλά και τους χώρους γύρω από αυτήν.
agrinionews.gr