Ένα σημαντικό βυζαντινό μνημείο, βρίσκεται από το 1965 στον βυθό της τεχνητής Λίμνης Κρεμαστών, στη δυτική Ευρυτανία, ο ναός της Επισκοπής, που χτίστηκε τον 8ο αιώνα και θεωρείται πλέον, βέβαιο ότι υπήρξε έδρα Επισκοπής στο πιο πιθανό της Επισκοπής «Λιτζάς και Αγράφων».
Η εκκλησία ήρθε ξανά στο «φως» πρόσφατα χάρη στην αποστολή κατάδυσης τεσσάρων έμπειρων δυτών, που αντίκρισαν με συγκίνηση και απαθανάτισαν ξανά -μετά από 17 χρόνια- τον εμβληματικό σταυρό του καμπαναριού της Επισκοπής. Το εντυπωσιακό είναι ότι η βυζαντινή εκκλησία άντεξε στον τεράστιο όγκο των υδάτων επί 60 χρόνια συνεχίζει να στέκει όρθια στο βυθό, σε βάθος που υπερβαίνει τα 35 μέτρα.
Επικεφαλής της αποστολής ήταν ο εκπαιδευτής καταδύσεων και πραγματογνώμονας Ευάγγελος Παπατζιτζές, από το καταδυτικό κέντρο Athens Blue Dream, μαζί με τους συνεργάτες του Αλέξανδρο Σκουμάτζο και Γεωργία Καμπέρη, ενώ καθοριστική ήταν και η παρουσία του δύτη βιντεολήπτη Γιώργου Αλευρομύτη. Η αποστολή δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την πολύτιμη βοήθεια υποστηρικτών. Ο Παναγιώτης Μακρής, χειριστής της βάρκας, εξασφάλισε με ακρίβεια τη μεταφορά και την καθοδήγηση της ομάδας. Ο Φάνης Φούκας ανέλαβε τη διεκπεραίωση των γραφειοκρατικών ζητημάτων, ώστε η προσπάθεια να γίνει με όλες τις απαιτούμενες άδειες και διαδικασίες. Την επιχείρηση στήριξε επίσης η Περιφερειακή Ενότητα Ευρυτανίας, με προσωπικό ενδιαφέρον του Αντιπεριφερειάρχη Άρη Τασιού.
Η αποστολή στη Λίμνη Κρεμαστών έφερε στο φως εικόνες μοναδικές. Εξήντα χρόνια μετά τη βύθιση του βυζαντινού ναού της Επισκοπής, μια ομάδα δυτών κατάφερε να κατέβει στα σκοτεινά νερά και να αντικρίσει ξανά την ιστορική εκκλησία, ένα από τα σημαντικότερα βυζαντινά μνημεία του ελλαδικού χώρου. Επικεφαλής της προσπάθειας ήταν ο Ευάγγελος Παπατζιτζές, εκπαιδευτής καταδύσεων από το καταδυτικό κέντρο Athens Blue Dream, που μίλησε για μια εμπειρία δύσκολη και επικίνδυνη. Η ομάδα αποτελούνταν από τέσσερις δύτες εκπαιδευτές όλοι και έναν βιντεολήπτη. «Στόχος μας ήταν να βρούμε την εκκλησία, να δούμε αν στέκει ακόμα και να καταγράψουμε όσα περισσότερα στοιχεία μπορούσαμε», εξηγεί στα «Ευρυτανικά Νέα».
Οι δυσκολίες εμφανίστηκαν από την πρώτη στιγμή. «Από την επιφάνεια υπήρχε θολούρα, ενώ κάτω από τα δέκα μέτρα επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι. Στα τριάντα μέτρα το κομπιούτερ έδειξε 12 βαθμούς Κελσίου. Προχωρούσαμε κυριολεκτικά στο σκοτάδι, η ορατότητα ήταν στο μισό μέτρο!».
Η αποστολή έκρυβε σοβαρούς κινδύνους, παραδέχεται. «Ήταν άκρως επικίνδυνο. Δεν ξέραμε αν η σημαδούρα είχε πέσει κοντά. Μπορούσαμε να πέσουμε πάνω σε δέντρο και να εγκλωβιστούμε. Η αποσυμπίεση ήταν δύσκολη, ο χρόνος παραμονής περιορισμένος. Χρειάστηκαν εξειδικευμένοι εκπαιδευτές, δεν ενδείκνυται για ερασιτέχνες». Η τελευταία σοβαρή προσπάθεια είχε γίνει το 2008, όταν ελάχιστες φωτογραφίες είχαν αποτυπώσει τμήμα του μνημείου.
Όταν τελικά βρέθηκαν πάνω από τον ναό της Παναγίας της Επισκοπής, αντικρίζοντας τον σταυρό, τα συναισθήματα ήταν μοναδικά «Κυριολεκτικά, ένιωσα ότι αγγίξαμε τον Άγιο Δισκοπότηρο της Ευρυτανίας. Πρόκειται για ένα μνημείο δώδεκα αιώνων, θαμμένο 60 χρόνια στον πυθμένα. Είναι μοναδικά. Στέκει ακόμα και αυτό από μόνο του είναι είδηση», τονίζει ο κ. Παπατζιτζές στην εφημερίδα «Δεν καταφέραμε να δούμε όλη την εκκλησία. Μόνο τον σταυρό και τον τρούλο. Σε δεύτερη και τρίτη αποστολή θα προσπαθήσουμε να διασχίσουμε περιμετρικά την εκκλησία, πιο λεπτομερώς», προσθέτει.
Η σκέψη τώρα στρέφεται στην πιθανή αξιοποίηση. «Θα θέλαμε να δούμε αν μπορεί να αναδειχθεί ως καταδυτικό σημείο. Όμως με τόση λάσπη και σκοτάδι, μόνο με αυστηρές προϋποθέσεις θα μπορούσε να γίνει. Ίσως σε πιο προσβάσιμα σημεία, με χαλάσματα σπιτιών, να υπάρξει τουριστικό ενδιαφέρον», επισημαίνει.
Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ
H Βυζαντινή περίοδος της αντιπροσωπεύεται από τον βυθισμένο στα νερά της Λίμνης των Κρεμαστών, Ναό της Επισκοπής Ευρυτανίας. Πρόκειται για ναό, κτισμένο στην ανατολική όχθη του ποταμού Μέγδοβα. Όπως προδίδει και το όνομα του χωριού στο οποίο βρισκόταν ο ναός, κατά πάσα πιθανότητα αποτελούσε έδρα Επισκόπου κάποια παραχελώας Επισκοπής, ενδεχομένως και της Επισκοπής Λιτζάς και Αγράφων.
Από το 1965 βρίσκεται στον πυθμένα της σχηματισθείσας λίμνης του τεχνητού φράγματος. Από το 1960, όταν άρχισαν οι εργασίες κατασκευής του φράγματος, μέχρι και το 1965, οπότε το νερό άρχισε να κατακλύζει τις εντός ορίων λίμνης περιοχές, έγινε μεγάλη συζήτηση για τη διάσωση του ναού, με προτεινόμενη πρακτική μεταφοράς αντίστοιχη με των αιγυπτιακών αρχαιοτήτων κατά την κατασκευή του φράγματος του Ασσουάν, στον Νείλο. Δυστυχώς, το εγχείρημα δεν ευοδώθηκε και προκρίθηκε μόνο η απόσπαση των τοιχογραφιών του ναού.
Η ηλικία του ναού, χρονολογήθηκε με μεγάλη δυσκολία, καθώς η τεχνοτροπία, το σχήμα και οι αναλογίες των κλιτών που σχηματίζουν σταυρό, παραπέμπουν στις αρχές του 10ου αιώνα. Μετά όμως από την αποτοίχιση των τοιχογραφιών, πιστεύεται ότι είναι πολύ παλαιότερος, ακόμη και προεικονομαχικός, καθώς σύμφωνα με τον άλλοτε διευθυντή του Βυζαντινού Μουσείου, η επικάλυψη με ανεικονικές τοιχογραφίες (χαρακτηριστικό της εικονομαχικής περιόδου) προϋπάρχουσας απεικόνισης της Σταυρώσεως, παραπέμπει σε ηλικία κτίσης του ναού στο πρώτο μισό του 8ου αιώνα μ.Χ. της
Ο ναός, σύμφωνα με τους ειδικούς, ανήκει στον μεταβατικό βυζαντινό ρυθμό, και συγκαταλέγεται στους λεγόμενους επαρχιακούς τύπους Βαλκανικής Χερσονήσου. Έχει σχήμα επιμήκους ακανόνιστους ορθογωνίου, εξωτερικών διαστάσεων 10,70 Χ 16,00 μ., ισχυρής τοιχοποιίας με ασβεστολιθικές πέτρες του Μέγδοβα, ελάχιστα παράθυρα σε ψηλά σημεία των τοίχων και με κτιστά υποστηρίγματα σε νότιο και βόρειο τοίχο. Η στέγη καλυπτόταν από σχιστολιθικές πλάκες, όπως και η στέγη του τρούλου που ήταν κωνική. Στην ανατολή, η τοιχοποιία κατέληγε στις τρεις κόγχες του Ιερού Βήματος, η μεσαία εκ των οποίων, της Αγίας Τράπεζας, κατέληγε σε κερκίδα δύο βαθμίδων που αποτελούσαν το σύνθρονο και στη μέση του συνθρόνου δύο παράλληλες μαρμάρινες πλάκες όριζαν τον επισκοπικό θρόνο. Σε ανασκαφές του δαπέδου βρέθηκαν ταφές εντός του ναού, που δείχνει ότι για μεγάλη χρονική περίοδο χρησιμοποιήθηκε ως κοιμητήριο, σύμφωνα με την αρχαίες συνήθειες.
Η σταδιακή αποτοίχιση των αγιογραφιών του ναού αποκάλυψε τρία κύρια στρώματα και συνεπώς τρεις περιόδους αγιογράφησης του ναού. Το παλαιότερο στρώμα τοιχογραφιών ανάγεται στην περίοδο της εικονομαχίας(80 ή 9ο αι. μ.Χ), με μία μόνο εικονική αναπαράσταση του Χριστού Εσταυρωμένου, εν μέσω δύο ληστών, και ανεικονικά μοτίβα, όπως παγώνια, σταυρούς, τεμνόμενους κύκλους, μαργαριτοφόρα άνθη κ.α. Το δεύτερο εικονογραφικό στρώμα ανάγεται στις πρώτες δεκαετίες του 11ου αιώνα και σώζονται ελάχιστες απεικονίσεις όπως του Προφήτη Ηλία, του Αγίου Νικολάου και των Αγίων Κοσμά, Δαμιανού και Θεοδότης.
Το πιο σημαντικό, όμως, στρώμα αγιογραφιών είναι και το νεότερο, που είχε επιζωγραφιστεί επί των προηγουμένων δύο και ανάγεται στον 13ο αιώνα. Το τελευταίο αυτό παλαιολόγειο στρώμα, δεν έχει ζωγραφιστεί σε μια φάση αλλά σε περισσότερες και από διαφορετικούς τεχνίτες. Σχεδόν όλος ο αγιογραφικός διάκοσμος ήταν διατηρημένος κάτω από σοβά, μετά την απόξεση του οποίου κρίθηκε απαραίτητη η διάσωση, η αποτοίχιση, η συντήρηση, ο καθαρισμός και η μεταφορά των αγιογραφιών.
Η απόσπαση των στρωμάτων έγινε από εξειδικευμένους συντηρητές το 1965, λίγο πριν την βύθιση του ναού. Μετά από εκτεταμένες εργασίες συντήρησης, οι 82 στο σύνολο αγιογραφίες του Ναού της Επισκοπής, σήμερα φυλάσσονται και εκτίθενται στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών.
sinidisi.gr













