Ο Κωστής Μαραβέγιας έδωσε συνέντευξη στο Oneman και στον Κωνσταντίνο Αμπατζή και μίλησε για την πρόσφατη συναυλία που έδωσε στον τόπο καταγωγής του στο Αγρίνιο, το οποίο για τον ίδιο συνδέεται με πολλές δυσάρεστες στιγμές.
Πρόσφατα γύρισες κι εσύ στο μέρος που μεγάλωσες, στο Αγρίνιο, μετά από πολλά χρόνια, για να δώσεις συναυλία.
Είχα να πάω πάρα πολλά χρόνια, γιατί οι γονείς μου έχουν ανέβει Αθήνα, οι φίλοι μου έχουν διασκορπιστεί σε όλα τα μήκη και πλάτη της υφηλίου, ο αγαπημένος μου ο ανιψιός είναι επίσης εδώ. Δεν έχω κάτι που να με συνδέει λοιπόν, πέρα από αναμνήσεις και τα παιδικά χρόνια που ήταν πολύ έντονα.
Τη φοβόσουν αυτή την επιστροφή ή ανυπομονούσες;
Υπήρχε μια μικρή λαχτάρα, πώς αισθάνεσαι πριν από ένα πρώτο ραντεβού; Αναρωτιόμουν πώς θα με δεχθούν. Όταν έχεις περάσει εφηβεία σε μια πιο μικρή και κλειστή κοινωνία, ποτέ δεν είναι ανώδυνο και όποιος το πει αυτό είναι σε άλλη σφαίρα πραγματικότητας.
Όλο αυτό ήταν ένα περίεργο μίγμα συναισθημάτων που για ώρα πάνω στη σκηνή ένιωσα ότι πραγματώνεται κάτι που έπρεπε να πραγματωθεί, με τρόπο υπερβατικό.
Δέχθηκα τόση αγάπη και μάλιστα στο γήπεδο του Παναιτωλικού, το οποίο το είχα συνδέσει με τις πρώτες μου εξόδους μαζί με τον πατέρα μου και ξαφνικά ήμουν εγώ στο κέντρο της σκηνής και όλες οι κερκίδες είχαν γεμίσει για μένα, ήταν σαν να ζω ένα όνειρο.
Ήταν εκρηκτική αυτή η βραδιά για εμένα, πολύ σημαντική.
Είχες πει κιόλας ότι οι προηγούμενες επιστροφές στον τόπο σου δεν ήταν για καλό.
Στα νεανικά μου χρόνια, οι επιστροφές μου στο Αγρίνιο ήταν πάντα για λάθος λόγους, συνδέονταν με στενάχωρες τελετές, ένα βαρύ πράγμα που το κουβαλούσα κι εγώ και η παρέα μου, δεν γυρνούσαμε με λαχτάρα στον τόπο μας.
Ήταν ένα περίεργο συναίσθημα, ότι θα γυρίσω εκεί που έζησα τι σημαίνει θνητότητα, τι σημαίνει bullying και περιορισμός. Έχω ζήσει και όμορφα πράγματα προφανώς, αλλά δυστυχώς πολλές φορές υπερισχύουν τα πιο σκοτεινά.
Παρά την αγωνία μου, πήγα και φωτίστηκαν τα πάντα. Ήρθε η παρέα μου από το σχολείο στο ξενοδοχείο πριν τη συναυλία και περάσαμε πολύ χρόνο μαζί.
Αναπολήσαμε, θυμηθήκαμε τους φίλους που δεν έχουμε πια, όλα όσα ζήσαμε μαζί, ήταν σαν μια ταινία coming of age. Καταλάβαμε ότι μεγαλώνουμε, το συζητήσαμε, πάντα με χιούμορ και σαρκασμό, αλλά όλοι αγαπούν τη νιότη.
Όχι γιατί δεν θέλουμε να φαινόμαστε μεγαλύτεροι, αλλά γιατί η λαχτάρα και τα συναισθήματα και το πώς ανακαλύπτουμε τον κόσμο στα νεανικά μας χρόνια, δεν συγκρίνεται με καμία άλλη ηλικία.